είχα καιρό να γράψω μα...
το φθινόπωρο νομίζω έχει μπει πλέον για τα καλά... λατρεύω τον κρύο αέρα που χαϊδεύει
απαλά τα σημεία του σώματος μου που δεν είναι καλυμμένα. Ακόμη και ο ουρανός
μου το σιγοτραγουδά και τα σπίτια μου το ψιθυρίζουν μέσα απ τα παραθυρόφυλλα
τους… Σ’ αγαπάω μικρέ μου κλέφτη.
Ξέρεις… περπατούσα και παρακολουθούσα τους ανθρώπους μέσα στο λεωφορείο, κοιτούσα και στεκόμουν από λίγο σε κάθε πρόσωπο… τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια συνάμα με το δικό σου… θυμήθηκα την αγκαλιά σου, τη φωλιά… αυτή που χωράει όλο τον κόσμο μέσα της ; έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και έφερα στο νου μου τα πράσινα, μπλε, κίτρινα μάτια σου, τόσο όμορφα ζωγραφισμένα, έχουν μικρά σχεδιάκια , τρομερή ακρίβεια… λατρεύω να τα κοιτάω και να χάνομαι στα μυστικά σοκάκια τους. Έκρυψα κάθε επιθυμία που ένιωσα στη σκόνη του πάτου της θάλασσας.
Ήρθες για να μου πιάσεις το χέρι και να με βγάλεις από το γεμάτο φαντάσματα σκοτάδι μου. Και με έβγαλες… ΜΕ ΕΒΓΑΛΕΣ….. φως μου με έβαλλες στον δικό σου κόσμο… στα πιο όμορφα δρομάκια που ταξίδεψα ποτέ μου… και το πιο υπέροχο… έχω τα μάτια μου κλειστά. Δεν τα χρειάζομαι. Με οδηγείς εσύ. Σε εμπιστεύομαι, ακόμα και μέσα στα διψασμένα πλήθη…
Λατρεύω, αγαπάω το παιχνιδιάρικο βλέμμα σου και το απαλό, ανατριχιαστικό άγγιγμα σου. Ειδικά όταν κάνουμε έρωτα (όταν ζωγραφίζουμε), κλείνω τις κουρτίνες στον κόσμο, τον αφήνω έξω… κάπου εκεί χάνομαι και εγώ… σε κάτι που δεν τελειώνει ποτέ και πάντοτε θα προσμένω κρυφά ή φανερά, συνειδητά ή όχι… σε μια γωνία χρώματος, σε έναν πελώριο ασπρόμαυρο πίνακα. Θέλω να σε ακουμπάω, να σε αγγίζω, να σε γεύομαι, να σε νιώθω… δεν με νοιάζει τόσο αν θα σε έχω. Νιώθω μια υπέροχη, απέραντη γαλήνη και ευτυχία κάθε φορά που τα δάχτυλα μου ταξιδεύουν στην πλάτη σου, στα χείλη σου, τα χέρια σου… μια αίσθηση ολοκλήρωσης θα έλεγα. Μακάρι οι λέξεις να ήταν αρκετές… θα ήταν πιο εύκολο, δεν θα φάνταζε αδύνατο… ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ! Αλήθεια… δεν είναι. Δεν έχουν ψυχή, μυρωδιά, γεύση, δεν μπορείς να τις αγγίξεις, δεν τις νιώθεις. Μέχρι όμως να βρω αυτό που θα είναι αρκετό να ξέρεις πως σε αγαπάω πάρα πολύ και έδωσες φως εκεί που δεν υπήρχε… μην φύγεις…!
Λοιπόν… πάντα ημιτελής
Ξέρεις… περπατούσα και παρακολουθούσα τους ανθρώπους μέσα στο λεωφορείο, κοιτούσα και στεκόμουν από λίγο σε κάθε πρόσωπο… τόσο διαφορετικά και τόσο ίδια συνάμα με το δικό σου… θυμήθηκα την αγκαλιά σου, τη φωλιά… αυτή που χωράει όλο τον κόσμο μέσα της ; έκλεισα για λίγο τα μάτια μου και έφερα στο νου μου τα πράσινα, μπλε, κίτρινα μάτια σου, τόσο όμορφα ζωγραφισμένα, έχουν μικρά σχεδιάκια , τρομερή ακρίβεια… λατρεύω να τα κοιτάω και να χάνομαι στα μυστικά σοκάκια τους. Έκρυψα κάθε επιθυμία που ένιωσα στη σκόνη του πάτου της θάλασσας.
Ήρθες για να μου πιάσεις το χέρι και να με βγάλεις από το γεμάτο φαντάσματα σκοτάδι μου. Και με έβγαλες… ΜΕ ΕΒΓΑΛΕΣ….. φως μου με έβαλλες στον δικό σου κόσμο… στα πιο όμορφα δρομάκια που ταξίδεψα ποτέ μου… και το πιο υπέροχο… έχω τα μάτια μου κλειστά. Δεν τα χρειάζομαι. Με οδηγείς εσύ. Σε εμπιστεύομαι, ακόμα και μέσα στα διψασμένα πλήθη…
Λατρεύω, αγαπάω το παιχνιδιάρικο βλέμμα σου και το απαλό, ανατριχιαστικό άγγιγμα σου. Ειδικά όταν κάνουμε έρωτα (όταν ζωγραφίζουμε), κλείνω τις κουρτίνες στον κόσμο, τον αφήνω έξω… κάπου εκεί χάνομαι και εγώ… σε κάτι που δεν τελειώνει ποτέ και πάντοτε θα προσμένω κρυφά ή φανερά, συνειδητά ή όχι… σε μια γωνία χρώματος, σε έναν πελώριο ασπρόμαυρο πίνακα. Θέλω να σε ακουμπάω, να σε αγγίζω, να σε γεύομαι, να σε νιώθω… δεν με νοιάζει τόσο αν θα σε έχω. Νιώθω μια υπέροχη, απέραντη γαλήνη και ευτυχία κάθε φορά που τα δάχτυλα μου ταξιδεύουν στην πλάτη σου, στα χείλη σου, τα χέρια σου… μια αίσθηση ολοκλήρωσης θα έλεγα. Μακάρι οι λέξεις να ήταν αρκετές… θα ήταν πιο εύκολο, δεν θα φάνταζε αδύνατο… ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ! Αλήθεια… δεν είναι. Δεν έχουν ψυχή, μυρωδιά, γεύση, δεν μπορείς να τις αγγίξεις, δεν τις νιώθεις. Μέχρι όμως να βρω αυτό που θα είναι αρκετό να ξέρεις πως σε αγαπάω πάρα πολύ και έδωσες φως εκεί που δεν υπήρχε… μην φύγεις…!
Λοιπόν… πάντα ημιτελής