Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Σύρος 14.04.2012


Σύρος 14.04.2012

Ώρα 04.36 π.μ ή απόλυτο 0

Κάθομαι στην καρέκλα. Απέναντι μου  ένα αναμένο κερί και το παράθυρο... έξω έχει σκοτάδι, μόλις που διακρίνω λίγα αναμένα φώτα στο απέναντι βουνό.

Έχω μια εικόνα στο μυαλό μου ή μάλλον ανάμνηση... θα την ζωγραφίσω... ένας άντρας και μια γυναίκα είναι γυμνοί στο κρεβάτι. Ο άντρας ψιθυριζει κάτι στο αυτί της γυναίκας και ύστερα περνά τη γλώσσα του αισθησιακά πάνω απ το αυτί της αφήνοντας της μια ανατριχίλα (η συνέχεια δεν θα χωρέσει στη ζωγραφιά)

Μια εικόνα του χθες ξαναζωντανεύει στο σήμερα...

Πριν λίγο διάβαζα Rodrico Garcia για δεύτερη φορά («είσαστε όλοι σας καθάρματα»). Βρήκα μια φράση υπογραμμισμένη (ναι! Είμαι απ τους ανθρώπους που τσακίζουν τα βιβλία τους, που τα υπογραμμίζουν, τα σημειώνουν, ίσως τα ζωγραφίζουν καμιά φορά... το βιβλίο είναι για να το διαβαζεις όχι να κάνεις ανάγνωση... θέλω να είναι χρησιμοποιημένο και σημειωμένο... θέλω να θυμάμαι τι μου τράβηξε το ένδιαφέρον... να μου ξαναέρχεται η γεύση του...) – μια μεγάλη παρένθεση...

«Εντάξει θα εκφέρω γνώμη για τον εαυτό μου:

Είμαι η προσοχή που μου αφιερώνει το ανοιχτό μουνί σου

Το μουνί σου είναι ο φωταγωγός μου

ξέρεις νομίζω σε ποια πόλη μένω

φιλί χαστούκι»

θυμάμαι πως είχα πει στην καθηγήτρια του θεάτρου μου πως είναι πολύ όμορφο,  αλλά με ενοχλεί η λέξη «μουνί»... κακάσχημη λέξη! Η ελληνική γλώσσα έχει άπειρες λέξεις... δεν μπορούσε να βρει μια καλύτερη;

Σήμερα, τώρα που το ξαναδιάβασα κατάλαβα γιατί το είχα υπογραμίσει... δεν είναι απλώς όμορφο... κάτι παραπάνω... «είμαι η προσοχή που μου αφιερώνει το ανοιχτό μουνί σου»

Ξεκίνησα την ζωγραφιά... (είναι ένας μαλάκας κόκορας κάπου εδώ κοντά που απλά δεν λέει να το βουλώσει!). Δεν βγαίνει άσχημη... απλώς σίγουρα δεν μπορεί να αντικαταστήσει την πραγματική στιγμή... ή ίσως και να μπορεί, βάζοντας μια μεγαλύτερη δόση φαντασίας (σάλτσες).

Τι μέθη κι αυτή!

Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Ο άγνωστος


Η ποίηση του...

Η ποίηση του είναι γλυκιά και όμορφη σαν

Σαν δύο σώματα ακουμπησμένα

Σαν ζεστά χείλη που δεν θα γευτείς ποτέ

Σαν δύο χέρια ακουμπησμένα σε ένα στήθος

Σαν φλώγα που χορεύει στον αέρα

Σαν μουσική που αλλάζει συναισθήματα

Σαν ένα καλό κρασί

Σαν δύο μάτια γαλήνια κλειστά

Σαν ζεστό, φρέσκο αίμα που κυλά απ’ το στόμα, χαϊδεύοντας τα χείλη

Σαν τον ήχο της αναπνοής στην ησυχία

Σαν ξεραμένο φύλλο που ο άνεμος το ταξιδεύει

Σαν δάχτυλα που απαλά χαϊδεύουν το πρόσωπο

Σαν πάθος ζωγραφισμένο με μπορντό μπογιά

Σαν γυμνό, ουδέτερο κορμί

Σαν δύναμη που φωλιάζει το στήθος

Σαν ταξίδι με κλειστά μάτια

Σαν ψεύτικα άρνηση

Σαν παιδικό παραμύθι

Σαν παιδική ανάμνηση

Σαν δυο πόδια που περπατούν σε διάφορες επιφάνειες

Σαν φαντασία που χορεύει με την πραγματικότητα

(Το όνομα του Α.... κρίμα που μισώ αυτό το όνομα... κρίμα που κάποιος κατέστρεψε ένα τόσο όμορφο όνομα όταν ήμουν μόλις δεκατριών. Εκείνος όμως ήταν αγγελος πολλών κακών, άγγελος βασανιστηρίων. Ήταν άγγελος που γέννησε ανώδυνα το μίσος... σκότωσε κάτι μικρό σε ηλικία, όχι σε χρόνο...)

Η πιο όμορφη τέχνη


Γρήγορα που τρέχει η ζωή...

Γρήγορα που τρέχει ο χρόνος...

Ζωγραφιά... πίνακας...

Κλείσε τα μάτια σου

Δοκίμασε το...

Έχε μου εμπιστοσύνη...

Πιες μια γουλιά απ’ το κρασί μου και θα δεις...

Ηρέμησε το σώμα, άστο χαλαρό, ήρεμο...

Τώρα σε λίγο θα δεις τις πιο άσχημες, οδυνηρές, επώδυνες, φρικαλαίες απαίσιες στιγμές της ζωής σου να ζωγραφίζονται μέσα σου.

Θα δεις όμως και τις πιο όμορφες, τις πιο μαγευτικές, ευτυχισμένες, γλυκές, νόστιμες, ζεστές, δροσερές, ερωτικές στιγμές της ζωής σου να μπαίνουν στον πίνακα ...

Αν, ΑΝ μπορούσες να ζωγραφίσεις αυτόν τον πίνακα, με όσα και με όποια χρώματα θελεις, σε ότι υλικό θες, ακόμη και σύννεφο, ακόμη και νερό και δάκρυ... κόσμε μου, όψη μου, αέρα μου, αναπνοή μου, φιλί μου... τότε...

Τότε θα ήσουν πλόυσιος.

Αυτό θα ήταν τέχνη!

Το περασμένο χθες

Περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό...

Χθες ήσουν στο ίδιο κρεβάτι... μέσα μου, δίπλα μου...

Χθες ήμουν αγκαλιά σου, δίπλα σου, όχι μέσα σου.

Σήμερα...

Έγινες καπνός...

Είναι αστείο... σαν τον καπνό απ’ το τσιγάρο μου που με ξεγελά και ύστερα από λίγο διαλύεται.

Δεν με πειράζει όμως γιατί χθες...

Χθες πέρασα ωραία... κι ας έφταιγε και λίγο η μέθη.

Ήταν έρωτας... και ο έρωτας είναι πανέμορφος σε κάθε του μορφή, σε κάθε του άγγιγμα...

Αν με ρωτούσες αν θα ήθελα να γυρίσω στο χθες θα σου απαντούσα όχι ή μάλλον Ο Χ Ι ...

Αν με ρωτούσες γιατί, θα σου απαντούσα γιατί είναι χθες,  είναι περασμένο, είναι λεπτομέρεια σε πίνακα του παρελθόντος.

Και εκεί θα μείνει... σε μια άκρη χρώματος...

Αυτό δεν είναι διαγραφή, δεν είναι αποφυγή, δεν είναι άρνηση, είναι η όμορφη πραγματική, ερωτική πραγματικότητα...

Τώρα είναι δική μου...

«ένα ζευγάρι φιλιότανε αμέριμνα

Κέρδιζε όλες τις στιγμές

Τίποτα δεν παρατηρούσε.

Ο έρωταε είναι πάντα

Μικρή-μεγάλη η δύναμη του Έχε Γεια

Χρόνος ακατάσχετος.

Αυτός ερημώνει τα γηραλέα μεσάνυχτα

Χρίει τις πεταλούδες με δικαιοσύνη.

Κι όταν υψώνεται ο κίτρινος καπνός απ’τα ποιήματα

Στον κουρελιασμένο χώρο που αναβοσβήνει βλέπουμε χαρούμενες υποταγές

Ο κόσμος τινάζει άξαφνα τη μανταρινιά της αστραπής

Οι άγγελοι εξελίσσονται σε τριαντάφυλλα

Και ξεκαρδίζεται ο κίνδυνος»

ΕΠΙΔΕΙΝΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΡΑΤΟΥ Νίκος Καρούζος

ΤΟ μικρό, παλιό σπίτι στη Σύρο


Κάποια βράδια έχουν καταντήσει τρομερά μοναχικά...

Η μοναχικότητα που κάποτε με γοήτευε ορισμένες φορές με πνίγει.

Σύντροφοι μου είναι ένα ποτήρι, ένα τσιγάρο και λίγα κεριά...

Λίγα κεριά που  μόνα τους ακούν τις σκέψεις μου, τις υποσχέσεις, τις επιθυμίες, τα όνειρα μου.

Τουλάχιστον αυτά δίνουν την υπόσχεση πως θα τα κρατήσουν μακριά απ’τον άσχημο κόσμο έξω απ΄το μικρό σπιτάκι που μένω...

Δεν θα μείνω για πολύ όμως. Σε λίγες μέρες φεύγω.

Με παίρνουν οι υποσχέσεις και οι υποχρεώσεις, η πραγματική ζωή έξω απ’ την ελαρφιά κουνουπιέρα του κρεβατιού μου στο μικρό, τόσο  αγαπητό αυτό σπίτι.

σκέψεις στην ζεστή άμμο


Στο προηγούμενο χρυσό σκοτάδι, ο γκιόνης...

Στο σήμερα, στο τώρα, στο ζεστό φως του ήλιου, οι γλάροι.

Και οι δύο φυλές  τραγούδια για την αλήθεια τραγουδούσαν (ο γκιόνης σίγουρα λίγο πιο μελωδικά)

Καθισμένη στις πέτρες λερώνω τα μαύρα μου ρούχα απ ‘ τη σκόνη. Δεν με πειράζει.

Εδώ μυρίζει καλοκαίρια, θάλασσα και ανεμελιά, βραδιές ερωτικές, που τις άκουσαν λίγοι μόνο λίθοι και τις είδαν λίγα μόνο αστέρια.

Σκέφτομαι, αναρωτιέμαι τι θα έκανα τις σκέψεις μου αν δεν υπήρχε ο έρωτας, αν δεν υπήρχε ζωή και θάνατος... τίποτα...

...

Κενό...

Αυτή την ώρα λίγη σκια υπάρχει για να προστατέψω το ευαίσθητο λευκό μου δέρμα και τις ελαφριές σκέψεις μου απ’ τον ύπουλα πελώριο, καυτό ήλιο...

Αφού βαρέθηκα τη μονότονη προστασία της σκιάς, φόρεσα τα στρογγυλά μου γυαλιά και φορώντας το μαύρο μου καλσόν έβραξα  τις πατούσες μου.

Όλη η κούραση και η εξουθένωση των τελευταίων εβδομάδων ύστερα από λίγο κρύφτηκαν στα θαλάσσια σοκάκια, μακριά απ’ τους άσχημους, κουραστικούς, φασαριόρικους δρόμους της πόλης.