Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

η ανάγνωση μου



φοβάμαι,φοβάμαι τους ανθρώπους και τις γδυτές σκέψεις τους, τα κρυφά γέλια τους, τα πρόστυχα βλέμματα τους, τα γρήγορα βήματα τους...

με αγχώνουν...

τους ντρέπομαι κιόλας, όλο τους ντρέπομαι. δεν μπορώ να τους κοιτάω στα μάτια, τρέμω και αηδιάζω.

νομίζω πως αν το κάνω θα καταφέρουν να ανοίξουν τα σπλάχνα μου, το συκώτι μου, τη μήτρα μου, τα πνευμόνια μου, το μυαλό μου. θα με κόψουν στα δύο και θα με διαβάσουν με προσοχή, προσπαθώντας να διορθώσουν την κάθε ατέλεια.

μετά... θα με ενώσουν ξανά...

μα... δεν θα είμαι πια εγώ...
πόσο πολύ σιχαίνομαι τους ανθρώπους! ηλίθιοι! αν δεν ήταν τόσο περίεργοι η ζωή όλων θα ήταν πιο όμορφη και ανθρώπινη! αν δεν είχαν ανακαλύψει ότι έχουν ανακαλύψει... όλα θα ήταν τόσο αγνά...

τελικά ποιος ο λόγος ύπαρξης μας; γιατί είμαστε εδώ τόσο μορφωμένοι, πιο έξυπνοι από τα υπόλοιπα είδη; ο σκοπός που είμαστε εδώ είναι για να πραγματοποιούμε τα θελήματα ορισμένων; τι σκατά ζητάμε από την ζωή μας; και γιατί, γιατί ποτέ δεν είμαστε σίγουροι και ποτέ δεν το βρίσκουμε; εμείς είμαστε εγωιστές ή η ζωή πουτάνα;

αγαπημένε Θ.

πως να είσαι άραγε;

τι κάνεις;

είσαι εδώ;

με ακούς καμιά φορά;

με γνωρίζεις;

με αγαπάς;

μερικοί λένε πως η ζωή είναι ένα ταξίδι. πως γίνεται να παρομοιάζουν αυτά τα δύο ανόμοια πράγματα; το ταξίδι το επιλέγεις, τη ζωή όχι...

βρέχει... πόσο πολύ μου αρέσει η βροχή! και είναι αστείο γιατί ενώ βγαίνω έξω και τη χαζεύω οι άλλοι τρέχουν μήπως και βραχούν, μήπως τσαλακωθούν, μήπως ξεθαφτούν. εγώ... εγώ απολαμβάνω να είμαι εκεί έξω... τόσο ελεύθερη, τόσο αγνή, τόσο ανθρώπινη!

η βροχή! η βροχή θ μπορούσε να παρομοιαστεί με τη ζωή, απρόβλεπτη, άλλοτε δυνατή, άλλοτε σιγανή, άλλοτε ευχάριστη και άλλοτε καταστροφική, άλλοι την απολαμβάνουν και άλλοι την σιχαίνονται!

Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

η χαμένη χαντρα

μια χάντρα στο πάτωμα...
μια μικρή πράσινη χάντρα στο πάτωμα. γιατί είναι στο πάτωμα;
από ποιο κόσμημα να έπεσε άραγε;
ποιος να έχασε άραγε αυτή τη χάντρα;
να είναι δική μου;
κι αν όχι;
μα εγώ έχασα την δικιά μου καιρό τώρα.
σίγουρα δεν είναι δική μου.
όμορφη χάντρα, όμορφο κόσμημα, όμορφος άνθρωπος.
ακόμη ψάχνω την δική μου.
η δική μου είναι μπλε, μπλε άσχημη, χτυπημένη από το χρόνο, ξεθωριασμένη από την κούραση και την εξάντληση, μα παρόλα αυτά χαμένη...
χαμένη και εγώ...

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

η μέθη της νύχτας...

είναι αστείο...
γιατί... τώρα...
που όλοι εσείς γελάτε...
γελάτε... γελάτε... γελάτε...

πλησιάζει η στιγμή που θα γράφω ιστορίες για εσάς και τα παιδιά σας, τους έρωτες σας, τα ξενύχτια σας, τις άρρωστες επιθυμίες σας, τα πάθη σας... και τότε θα γελάτε?

νομίζετε πως η ζωή είναι εύκολη και ακίνδυνη. αμ μάθετε πως δεν είναι... τόσο φευγαλέα και απρόβλεπτη...

οι στιγμές της ζωής σας σαν θάλασσα θα απλώνονται μπρος μου και το μολύβι θα είναι ο ταξιδευτής. το μίσος σας οι τρικυμίες μου και τα όνειρα σας η γαλήνη μου.

το θηρίο που μέσα σας μεγαλώνει... μην του επιτρέψετε να βγει γιατί τότε στήθος για θηλασμό θα αναζητήσει και θα θρέψει, και θα μεγαλώνει και θα καταστρέφει.

η ελευθερία που θα επέλθει ύστερα θα είναι τόσο μεγάλη και το θηρίο τόσο μακρυά.

απρόσμενα οι ψυχές σας θα συναντηθούν και με πάθος τόσο παράφορα θα ερωτευτούν. ο πόνος όμως του χωρισμού που ίσως να επέλθει τους παλιούς παιδικούς σας φόβους δύσκολα θα εξιλεώσει.

και κάπου εκεί ψυχή, σώμα και μυαλό θα μπερδευτούν και το καθένα με δυσκολία τον δρόμο του θα βρει αν ποτέ τον βρει...

μα αν το βρει θα είστε τυχεροί και θα έχετε ξεγελάσει την ζωή και εμένα μαζί.

αυτά τα τρία ξεχωριστά κατοικούν σε παντρειά ελπίζω πραγματικά ποτέ να μην βρεθούν.

και ξαφνικά η νύχτα θα ρίξει το μαυροκέντιτο φόρεμα της, χορούς ερωτικούς θα χορέψει και την ψυχή θα προσπαθήσει να γαληνέψει.

αχ νύχτα μου όμορφη πόσο σε αγάπησα εγώ και οι εραστές σου?

τη νύχτα παρουσιάζονται οι τρελοί μα και οι θρύλοι.

λες και το μαυρισμένο πέπλο της αγκαλιάζει τα σώματα μας χωρίς να τους επιτρέπει την οποιαδήποτε αντίσταση και επιτρέπει στην ψυχή μας να ελευθερωθεί από τα δεσμά της.

αυτή η ελευθερία... θαρρείς πως μεγαλύτερη δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει...

σαν την γευτείς το μόνο σίγουρο είναι πως θα εθιστείς σε αυτή την μέθη...

ηλίθιοι άνθρωποι!

σιχαίνομαι τόσο πολύ αυτή την αίσθηση... νιώθεις πως η σάρκα σου βρωμάει από τσιγάρα και ποτό, από απληστία.
όλοι οι άντρες που κάποτε πέρασαν από το κρεβάτι τώρα ένας ένας περνάνε από μπροστά σου αφήνοντας τη δικιά τους επώδυνη, αιματηρή κηλίδα.
το σώμα είναι τόσο κουρασμένο και η ψυχή μου τόσο εξαντλημένη. αυτή τη στιγμή νιώθω πως το μόνο που χρειάζομαι είναι ξεκούραση, μα οι σκέψεις βασανίζουν το μυαλό μου μέχρι αηδίας και με κρατάνε μακρυά από την αγκαλιά του Ορφέα. άι στο διάολο πια!
πότε ήταν η τελευταία φορά που είπα πως δεν θα πιω γιατί πάντα με κρατάει μακρυά από το τώρα?
ηλίθια!


κι όμως ακόμη και έτσι η ομορφιά της Αθήνας μου ανοίγεται. τόσο όμορφη και άσχημη συνάμα.
οι άστεγοι πλέον είναι παντού... συνηθίζω να τους αφήνω ένα μπουκάλι νερό και μια τυρόπιτα, μα πλέον είναι τόσο πολλοί που δεν μπορώ...
αφότου βγήκα τρομαγμένη από το μετρό και αηδιασμένη με ορισμένους ανθρώπους είδα ένα ζευγάρι που κοιμόταν αγκαλιά πάνω σε μια κούτα κουλουριασμένο σε μια ζεστή κουβέρτα. αν και τα σώματα  και τα πρόσωπα τους φαίνονταν κουρασμένα και ταλαιπωρημένα μπορούσα να διακρίνω μια δόση ευτυχίας που δεν την έβλεπα στους ανθρώπους μέσα στο μετρό, σε εκείνους τους ανθρώπους που συνέχεια μιλούν για την κρίση και στους νέους που δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι γίνεται και τρώνε αλογίστως τα λεφτά των γονιών τους. ήταν λες και αυτή η κούτα και η κουβέρτα ήταν γεμάτες... γεμάτες και οι καρδιές τους.
λίγο παραπέρα ήταν ένας άλλος άστεγος που ακουμπούσε την πλάτη του σε έναν τοίχο, καθιστός και με τα πόδια ξαπλωτά, σχημάτιζε ορθή γωνία κατά κάποιο τρόπο, ένας "κύριος" πέρασε και έπεσε πάνω στα πόδια του, κοιτούσε με μίσος τον άστεγο, λες και ήταν πεινασμένο θηρίο έτοιμο να κατασπαράξει τη λεία του και φωνάζει <<άντε ΓΑΜΉΣΟΥ>>. γιατί? γιατί τόσο μίσος? ΓΙΑΤΊ τόσο μίσος απέναντι σε ανθρώπους και ακόμη χειρότερα σε ανθρώπους που βρίσκονται σε αντίθετα στρατόπεδα με την ζωή?
ίσως να είναι αυτό το ηλίθιο πάθος του ανθρώπου να υπερισχύει πάντα και να νιώθει ανώτερος.
ηλίθιοι άνθρωποι! λες και αυτό είναι ανωτερότητα! 

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

λίγο κρασί λίγο θάλασσα και...

λίγο κρασί λίγο θάλασσα και το αγόρι μου   τους φίλους μου

 τα καλοκαιρινά μεθύσια, αυτά στις παραλίες της Σύρου, στον Αρμαιό. Τα βράδια που όλοι έχουν πάει στις σκηνές τους ή στα σπίτια τους για να ξεκουράσουν τα κορμιά τους ή να τα κουράσουν στα βρώμικα κλαμπ, εμείς μαζευόμασταν στον Αρμαιό, ανάβαμε φωτιά και λάμπες θυέλλης, πίναμε κρασί και βότκα, καπνίζοντας τσιγάρα και χόρτο. ο Ν., ο Ν. όλο με ένα τσιγάρο στο στόμα, στριμμένο σαν τρομπέτα ήταν. νόμιζα πως έχει κάψει ότι εγκεφαλικό κύτταρο υπήρχε κάποτε, από το πολύ χόρτο. όταν του έλεγα να μην  κάνει τόσο η απάντηση που έπαιρνα ήταν <<η ζωή είναι τόσο μικρή για να σε ακούω να γκρινιάζεις>> και πάντα η απάντηση μου ήταν <<μην την κάνεις μικρότερη>>. μα είτε μιλάς στο Νίκο είτε σε ένα κλαράκι το ίδιο είναι. εξάλλου πολλές φορές ξεχνάει τι λες στα επόμενα δευτερόλεπτα.
και ενώ τα αστέρια έπνιγαν τον ουρανό και χάριζαν ελευθερία σε εμάς κάθε αστέρι και μιας επιθυμία, ένα όνειρο. με τα γυμνά μας σώματα ξαπλώναμε στις πέτρες.
εκείνο το βράδυ που είχε πεφταστέρια και καθόμασταν  και τα κοιτούσαμε να πέφτουν... ήμασταν τόσο τύφλα που νομίζαμε πως λίγο θέλαμε για να τα φτάσουμε. γελούσαμε, γελούσαμε τόσο δυνατά, η ζωή ήταν τόσο δίπλα μας και τόσο μακρυά από τα χιλιάδες "μη" και "πρέπει".
το βράδυ η σκηνή μας κατέληγε σε χώρο που φιλοξενούσε καλοκαιρινά γαμήσια, δυστυχώς όχι μόνο τα δικά μας.
θυμάμαι η Ε. μεθούσε τόσο εύκολα, δύο ποτηράκια κρασί ήταν αρκετά για να φύγει για άλλους κόσμους. το άσχημο με το μεθύσι είναι ένα, όχι... μάλλον δύο!
1)δεν θυμάσαι το επόμενο πρωί τους μαγικούς κόσμους στους οποίους έβρισκες κατοικία και αφορμή για περιπλάνηση το προηγούμενο βράδυ και
2)το πρωί το κεφάλι σου θαρρείς πως θα σπάσει
πρωί...
"καλημέρα κόσμε". στην Σύρο κάθε μέρα είναι όμορφη, γεμάτη ζωή και έρωτα, έρωτα με τους ανθρώπους, τη φύση, τα ταξίδια, τον βαθύ βυθό της θάλασσας, την ανεμελιά.
<<έναν καφέ, χρειάζομαι έναν καφεΐνη>> νόμιζα πως έξω από την σκηνή ήταν η Ε. μα ήταν ο Χ. <<σεξ χρειάζεσαι...>> φώναξε.. αγαπημένε Χ. όσα δεν τα φτάνει η αλεπού δεν πηδάει για να τα φτάσει.
το πρωί το πιο όμορφο πράγμα ήταν ο καφές και ρο πρώτο τσιγάρο της ημέρας στο πηγάδι πίσω ακριβώς από την σκηνή μας. πάντα, ΠΆΝΤΑ το πρώτο και το τελευταίο τσιγάρο της ημέρας έχει ιδιαίτερη σημασία το καλοκαίρι.

εθελοντισμός Κόστα Ρίκα

η ζωή μας ίσως πολλές φορές να έχουμε αναρωτηθεί αν έχει καμία σημασία για εμάς τουλάχιστον. έχει για τις ζωές που αγγίξαμε και τους έρωτες που ζήσαμε, τις μέρες που δώσαμε ζωή και αυτές που πήραμε.
τα χαμόγελα των παιδιών στην Κόστα Ρίκα, στο λα Κάρπιο, παρά την βρωμιά, τα χαμόγελα αυτά πεντακάθαρα παρέμεναν στο μυαλό μου. η θλίψη που τα μάτια τους ζωγράφιζε, καμιά φορά σε παρέσερνε και σε δυσκόλευε στο έργο σου, συχνά νόμιζες πως δεν θα το άντεχες, μα εμείς έπρεπε να σταθούμε δυνατοί και ας μην νιώθαμε, ίσως το να προσποιηθούμε να μην φαντάζε άσχημο, έπρεπε να δώσουμε ζωή! και δώσαμε και ας γέρασαν οι αναμνήσεις, ακόμη μας γελάνε, μικρά παιδικά, ανέμελα χειλάκια.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

ο κόσμος των τυφλών

ερωτεύτηκα το πνεύμα σου και την δίψα σου για ζωή! έμαθα τι είναι έρωτας, τι είναι να ερωτεύεσαι, δεν είναι το σώμα, είναι το πνεύμα που σε προσελκύει. αχ πόσο εύχομαι να ήμασταν τυφλοί, αυτό θα μας έδινε όραση! πως θα ήταν να βλέπεις μέσα από τα μάτια ενός τυφλού, να αγγίζεις, να νιώθεις χωρίς να επηρεάζεσαι από την όψη των πραγμάτων, να σε καθοδηγεί η αίσθηση, να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου και το σώμα σου, να το γνωρίσεις καλύτερα, να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου ώστε να δίνεις αυτό που είσαι; ένας κόσμος με τυφλούς θα ήταν ένας κόσμος φωτεινός, γεμάτος αγάπη, ειρήνη, αλληλεγγύη, μουσική, πάθος, έρωτες, μελωδίες ευτυχίας. δώσε μου φως.

ξεραμένα φύλλα και ξεχασμένα τσιγάρα

αυτή η ανάμνηση ξεκινά με ξεραμένα φύλλα και τσιγάρα, τσιγάρα που έσβησαν... σιχαινόσουν να καπνίζω μπροστά σου, το προσπάθησα όμως και τα κατάφερα. αφότου όμως έφυγες δεν υπήρχε λόγος και λύγισα. ο χρόνος τα γιατρεύει όλα μου είπαν... μα δεν είναι αλήθεια ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ. οι περασμένες μέρες, οι στιγμές, οι αναμνήσεις έχουν στοιχειώσει μέσα μου και δεν με αφήνουν να ησυχάσω...
σήμερα είχα πάει στην θάλασσα και σε σκεφτόμουν, περπατούσα ξυπόλυτη στα βράχια, ακόμη και εκεί που είχε φύκια, αυτό το όμορφο τσαλάκωμα που πολύ φοβούνται... ήθελα να φωνάξω <<θέλω να είμαι ελεύθερη και τσαλακωμένη>>.
δεν είναι τόσο όμορφοι οι άνθρωποι που φοβούνται μήπως τσαλακωθεί η εικόνα τους... ήσουν τόσο όμορφα τσαλακωμένος. τσαλακωμένος ακούς;
εκείνο το φθινόπωρο καθόμασταν σε ένα πάρκο και τα ξεραμένα φύλλα χάιδευαν απαλά τα πρόσωπα μας, γελούσαμε τόσο δυνατά, αγκαλιαζόμασταν, ο κόσμος ήταν δικός μας Α. μου. ο κόσμος ήταν δικός μας.
πάει και το φθινόπωρο, η μυρωδιά του κοντεύει να σβήσει. έκοψα τα μαλλιά μου, αν με έβλεπες τώρα θα με σιχαινόσουν, μα δεν με πειράζει τόσο. τώρα εσύ έφυγες...

και είναι πλεον μακρυά η ευτυχία, μακρυά και εσύ

Τα σώματα μας ήταν δεμένα και τα πόδια μας μπερδεμένα, αγάπη και το πάθος με την σειρά τους αγκάλιαζαν εμάς και μας κρατούσαν ενωμένους. Με έκανες να αγαπήσω τον έρωτα, να τον αναζητώ μαζί σου. Το σώμα και το μυαλό μου έχανε κάθε αντίσταση. Η ευτυχία ήταν εκεί και δεν χρειαζόταν να την αρπάξω.
Ο ιδρώτας σου έλουζε το σώμα μου και τα μαλλιά σου χάιδευαν το πρόσωπο σου.
Το μόνο που θα μπορούσε να υπάρχει γύρω μας ήταν κόκκινο, βαθύ κόκκινο...
Και όταν ήρθε η ώρα τα σώματα μας να χωριστούν, έγινε με πόνο ψυχής, κανείς μας δεν ήθελε να φύγει. Η γλύκα που είχε μείνει μετατρέπεται σε πίκρα και δίψα.
Διψούσα σαν παρατημένη σκυλί και πεινούσα σαν αγρίμι, η ευτυχία ήταν πλέον μακρυά, μακρυά και εσύ.
Δεν θα ξαναενωθούμε μαζί...

καλοκαιρινές αγκαλιές

Το νερό ήταν κρύο, το σκοτάδι αγκάλιαζε την ξεκούραστη ράχη της θάλασσας, η ησυχία επισκεπτόταν τις σκέψεις μου, καθώς ξάπλωνα το κουρασμένο μου κορμί στην αμμουδιά. Ρώτησα τον εαυτό μου τι άλλο θα ήθελα εκείνη τη στιγμή... τίποτα... ήμουν ευτυχισμένη εκεί.

Ο ουρανός δεν φιλοξενούσε πολλά αστέρια, καλύτερα γιατί θα μου θύμιζε καλοκαίρια στις παραλίες της Σύρου και το Ν. να μιλάει για εκείνα, να βλέπει κατσαρολικά και αγγέλους ανάμεσα τους που εγώ αδυνατούσα να διακρίνω. Το ψέμα με έπνιγε πάντα.

Ένα δάκρυ έσταξε στο πρόσωπο μου,κατοικία δεν βρήκε. η ηρεμία της νύχτας με αγάπησε και η θάλασσα το σώμα μου απαλά αγκάλιασε, δεν ήθελα να φύγω από αυτή την αγκαλιά...